Οι χήρες και τα ορφανά του Συστήματος Υγείας μας

Δημοσιεύθηκε στα Ιατρικά Θέματα 2004 (34): 17-18.

Άκουσα προ καιρού στην τηλεόραση μια ενδιαφέρουσα, όσο και τραγική, διαπίστωση: ότι αν ζεις στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και έχεις την ατυχία να χρειασθείς νευροχειρουργό, η πλησιέστερη λύση είναι η Θεσσαλονίκη, αφού το Πανεπιστήμιο Θράκης έχει μεν στα χαρτιά νευροχειρουργική κλινική, πλην όμως άνευ στελεχών, μια και όσοι είχαν διορισθεί (ένας τον αριθμό) σύντομα εγκατέλειψαν το σκάφος. Υποπτεύομαι ότι ανάλογες διαπιστώσεις μπορεί να κάνει κανείς και για άλλες ειδικότητες και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, για πολλούς και διάφορους λόγους (διαμόρφωση του εδάφους, αντίξοες συνθήκες εργασίας, έλλειψη υποδομών κτλ.). Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τα αίτια το αποτέλεσμα είναι ταλαιπωρία και κίνδυνος των ασθενών και ακόμη ένα μελανό σημάδι για το Σύστημα Υγείας και την Πολιτεία γενικότερα.

Στο σημείωμα αυτό θα ήθελα να εισηγηθώ μια πιθανή μορφή λύσης για το πρόβλημα των χηρών κλινικών και θέσεων (= κανείς δεν θέλει να τις «παντρευτεί») και των ορφανών ασθενών (= δεν βρίσκεται κάποιος να τους «υιοθετήσει»). Προϋπόθεση για την εφαρμογή της αποτελεί η απεξάρτηση από τη στενή έννοια του ιατρού/δημοσίου υπαλλήλου και η διεύρυνση του ορίζοντα της σκέψης των αρμοδίων, ιατρών και μη. Θα την αναπτύξω με βάση το παράδειγμα της νευροχειρουργικής, μια και από αυτό πήρα την αφορμή (το ίδιο ισχύει για οποιαδήποτε ειδικότητα, αλλά όσο πιο στενό και εξειδικευμένο είναι το γνωστικό αντικείμενο τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα).

Έστω λοιπόν ότι για να λειτουργήσει μια νευροχειρουργική κλινική χρειάζεται (υπόθεση εργασίας κάνουμε) έξη ειδικούς γιατρούς. Ο αρμόδιος φορέας (π.χ. Πανεπιστήμιο, ΕΣΥ ή κάποια μορφή συνεργασίας μεταξύ τους) προκηρύσσει διαγωνισμό για την πρόσληψη έξη ειδικευομένων που θέλουν να κάνουν καριέρα στη νευροχειρουργική. Όροι της πρόσληψης: ο φορέας αναλαμβάνει να επιδοτήσει την εξειδίκευση των υποψηφίων (τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό) και να καλύψει όλες τους τις σπουδαστικές και βιοποριστικές ανάγκες. Αμέσως μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της ειδίκευσης τους τοποθετεί στις συγκεκριμένες θέσεις με γενναιόδωρες οικονομικές απολαβές (που να λαμβάνουν υπόψη το μέσο εισόδημα του ειδικού στην ελεύθερη αγορά) και υποχρέωση να υπηρετήσουν στη θέση τους (σε καθορισμένο νοσοκομείο και με συγκεκριμένα καθήκοντα) τουλάχιστον για όσα χρόνια επιδοτήθηκαν. Σε περίπτωση που κανείς θελήσει να αποχωρήσει νωρίτερα, θα πρέπει να καταβάλει στην Πολιτεία το κόστος των σπουδών του, με τους ανάλογους τόκους. Εφόσον ο γιατρός επιθυμεί να συνεχίσει, η θητεία του θα ανανεώνεται και ο ίδιος θα εξακολουθεί να απολαμβάνει τα ευεργετήματα της θέσης του.

Εξυπακούεται ότι εφόσον το σύστημα θα επενδύσει στη στελέχωση εξειδικευμένων τμημάτων, οφείλει να εξασφαλίσει και να συντηρεί την απαραίτητη υποδομή (χειρουργεία, ΜΕΘ, εργαστήρια), ώστε οι γιατροί τους οποίους με τόσες δαπάνες εκπαίδευσε να μπορούν να προσφέρουν ποιοτικό έργο ανάλογο των ικανοτήτων τους. Παράλληλα, θα πρέπει να φροντίζει για την ανάλογη κάλυψη από νοσηλευτικό και άλλο παραϊατρικό προσωπικό που θα ολοκληρώνει την κλινική ομάδα (ίσως με ανάλογους όρους). Τέλος, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να διαθέτει το νοσοκομείο έναν μόνο εξειδικευμένο γιατρό και να περιμένει από αυτόν να βρίσκεται σε ενεργό υπηρεσία 365 ημέρες το χρόνο (η εναλλακτική λύση είναι να διαθέτει γιατρό μόνο κάθε δεύτερη, τρίτη ή δέκατη ημέρα). [Μια και το έφερε η συζήτηση, ποιοι άλλοι επαγγελματίες μπορούν να εργάζονται κάθε 3-4 ημέρες σε 24ωρη βάση με την ίδια οξύνοια, τον ίδιο ζήλο και χωρίς κίνδυνο ανθρωπίνου σφάλματος στα 35, τα 45 και τα 55 τους χρόνια; Κάποια στιγμή θα πρέπει να εξετασθεί το ωράριο υπηρεσίας των νοσοκομειακών ιατρών και υπό το πρίσμα αυτό.]

Ανάλογη τακτική θα μπορούσε να ακολουθήσει το σύστημα προκειμένου να στελεχώσει τα νοσοκομεία και κέντρα υγείας αγόνων περιοχών (είτε ορεινών είτε νησιωτικών). Επειδή οι επιστήμονες που καλούνται να υπηρετήσουν στις θέσεις αυτές θα πρέπει να μένουν κοντά στον τόπο εργασίας τους (στο αγγλικό NHS ισχύει η ακτίνα των 15 μιλίων), θα πρέπει να αναβαθμισθούν οι έδρες των νοσοκομείων ως προς το επίπεδο ζωής, αλλά και να έχουν τα νοσοκομεία δυνατότητες ηλεκτρονικής διασύνδεσης με βιβλιοθήκες, βάσεις πληροφοριών κτλ., ώστε να μην αποκόπτεται επιστημονικά ο γιατρός από την επιμόρφωσή του. Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου δύσκολο στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας που διανύουμε.

Είναι ευνόητο ότι ένα τέτοιο σύστημα θα προσκρούσει πιθανότατα σε διάφορες αντιρρήσεις του τύπου «γιατροί πολλών ταχυτήτων», «προνόμια», «αξιοκρατία» και άλλα παρόμοια συντεχνιακά. Πρέπει να είναι κανείς υπερβολικά μύωψ για να ισχυρισθεί ότι όλες οι ειδικότητες και όλοι οι γιατροί κάνουν την ίδια δουλειά μέσα στο σύστημα, όπως και ιδιαίτερα αφελής αν πιστεύει ότι μπορεί με τους μισθούς του ΕΣΥ να κρατήσει καλούς νευροχειρουργούς η καρδιοχειρουργούς (επιλέγω πρόχειρα και αυθαίρετα δυο «ακριβές» ειδικότητες) για ένα ουσιαστικό χρονικό διάστημα. Το δέλεαρ του ελεύθερου επαγγέλματος είναι πολύ ισχυρό αντικίνητρο για μια τέτοια αφοσίωση. Εξάλλου, ανάλογη είναι η πρακτική των παραγωγικών σχολών στις ένοπλες δυνάμεις: οι στρατιωτικοί γιατροί έχουν το ευεργέτημα της άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης, αλλά με υποχρεωτική ελάχιστη υπηρεσία (με συγκεκριμένους κανόνες, μεταθέσεις κτλ.), ενώ πληρώνουν το κόστος των σπουδών τους αν εγκαταλείψουν τη σχολή πριν τελειώσουν.

Είπα παραπάνω ότι η εφαρμογή ενός διαφορετικού συστήματος απαιτεί βούληση, αλλαγή νοοτροπίας, διεύρυνση οριζόντων και καλό σχεδιασμό από ανθρώπους που έχουν δει και γνωρίσει «πολλών ανθρώπων άστεα και νόον». Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορεί κανείς, με το σκεπτικό του «Δεν βαριέσαι», να αφήνει τα κακώς κείμενα στο χάλι τους. Η αρετή και η τόλμη της ελευθερίας είναι απαραίτητη και στον ιατρικό χώρο, όπως και σε τόσους άλλους.

1 thoughts on “Οι χήρες και τα ορφανά του Συστήματος Υγείας μας

Σχολιάστε